- σμήρισμα
- σμήρισμαair-tight fittingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σμήρισμα — τὸ, Α 1. σωλήνας που δέχεται μέσα στο σώμα του άλλον σωλήνα, όπως είναι η σύριγγα 2. σωλήνας ο οποίος εισέρχεται σε άλλον κατά ορθή γωνία, είδος στρόφιγγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμηρίζω «γυαλίζω», λόγω τού ότι οι σωλήνες αυτοί ήταν γυαλισμένοι,… … Dictionary of Greek
σμηρισμάτων — σμήρισμα air tight fitting neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμηρίσματα — σμήρισμα air tight fitting neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμηρίσματι — σμήρισμα air tight fitting neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμηρίσματος — σμήρισμα air tight fitting neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμηρισμάτιον — τὸ, Α [σμήρισμα, ατος] υποκορ. τού σμήρισμα* … Dictionary of Greek
συσμηρίζω — Α προσαρμόζω δύο αντικείμενα με τέτοιο τρόπο ώστε η επαφή τους να είναι αεροστεγής («ποιήσωμεν σωλῆνα σύνθετον κατὰ τὸ μῆκος ἐκ δύο συνεσμηρισμένων ἀλλήλοις», Ήρων). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σμηρίζω «στιλβώνω, γυαλίζω» (για τη σημ. πρβλ. σμήρισμα)] … Dictionary of Greek